-
1 οχετος
ὅ1) водоотводный канал, водопровод Her., Thuc., Plat., Plut.2) ручей, поток, струя(Σιμούντιοι ὀχετοί Eur.)
3) анат. канал, проток Xen.τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί Plut. — дыхательные пути
4) перен. путь, лазейкаπαρεκτρέπειν ὀχετὸν ὥστε μέ θανεῖν Eur. — изменять (жизненный) путь так, чтобы не умереть
-
2 οχετός
ο1) сток, жёлоб, трубопровод; 2) перен. нечистоты; грязь, поток грязи;οχετός ύβρεων — поток брани
-
3 οχετός
[охетос] ουσ α сток, проток. -
4 εκπινω
(ῑ) (fut. ἐκπίομαι, aor. 2 ἐξέπιον - эп. ἔκπιον; pass.: fut. ἐκποθήσομαι, aor. ἐξεπόθην, pf. ἐκπέπομαι)1) выпивать (sc. ἡδὺ ποτόν Hom.)2) пить, сосать3) всасывать, поглощать, вбирать в себя(αἵματ΄ ἐκποθένθ΄ ὑπὸ χθονός Aesch.; ὅ ὀχετὸς ἐκπίνει τὸ ὕδωρ Arst.)
4) перен. высасывать, иссушать, истощать(ὡς ἔχιδνά τινα Soph.; ὄλβον Eur.)
5) выпивать, осушать(χρύσεον κέρας Soph.)
-
5 εξικνεομαι
(fut. ἐξίξομαι, aor. 2 ἐξικόμην)1) приходить, прибывать(θεῶν θώκους Hom. или ἕδραν Pind.; ὄρος ἐπ΄ Αἰγίπλαγκτον и πρὸς πεδία Κισθήνης Aesch.)
ἐξικόμην φεύγων τινά Hom. — я прибежал к кому-л.;ἀλλ΄ ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. — ах, если бы он поскорее пришел;ἐφ΄ ἃ δ΄ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῖτο, πέμπων τοὺς φίλους Plut. — посылая друзей туда, куда не мог прибыть лично2) доходить, простираться(ὀχετὸς ἐξικνεύμενος ἐς τέν ἄνυδρον Her.; εἴς τὰς ἄκρας τιμάς Plut.)
οὐκ ἐξικέσθαι ἐς βυσσόν Her. — не достать дна;τί δρῶντες τοῦδ΄ ἂν ἐξικοίμεθα ; Eur. — что сделать нам, чтобы добиться этого?;ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. — на расстоянии полета стрелы;πρὴν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι Xen. — прежде, чем приблизиться на расстояние выстрела;ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι ἀκοῇ Her. — насколько я могу судить понаслышке;ὀφθαλμοὴ οἱ δοκοῦντες ἐπὴ πλεῖστον ἐ. Xen. — глаза, считающиеся наиболее зоркими;περαιτέρω τῆς χρείας ἐξικέσθαι τῇ θεωρίᾳ Plut. — проявить необыкновенную проницательность;ἐ. φρονήσει ἐπί τι Plat. — охватить что-л. мыслью3) быть пригодным, успешно справлятьсяτἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Thuc. — суметь выйти из трудного положения4) быть достаточным, хватать(εἴς τι Xen.)
ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Plat. — если только хватит у нас денег
См. также в других словарях:
ὀχετός — means for carrying water masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχετός — ο (Α ὀχετός) αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλο νεοελλ. 1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων 2. βόθρος 3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες αρχ. 1. δερμάτινος… … Dictionary of Greek
οχετός — ο αυλάκι, υπόνομος ακάθαρτων νερών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχετοῖς — ὀχετός means for carrying water masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοῖσι — ὀχετός means for carrying water masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοῖσιν — ὀχετός means for carrying water masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοί — ὀχετός means for carrying water masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοῦ — ὀχετός means for carrying water masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετούς — ὀχετός means for carrying water masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετῶν — ὀχετός means for carrying water masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετῷ — ὀχετός means for carrying water masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)